- αγύριστος
- -η, -ο1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος4. αυτός που δεν στράφηκε, δεν μεταστράφηκε5. αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν εξοφλήθηκε, ο αναπόδοτος6. το αρσ. ως ουσ. ο αγύριστοςτόπος από όπου δεν επιστρέφει κανείς7. φρ. «αγύριστο κεφάλι», ισχυρογνώμων, πεισματάρης, «αγύριστο ταξίδι», θάνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω.ΠΑΡ. αγυριστιά].
Dictionary of Greek. 2013.