αγύριστος

αγύριστος
-η, -ο
1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος
2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε
3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος
4. αυτός που δεν στράφηκε, δεν μεταστράφηκε
5. αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν εξοφλήθηκε, ο αναπόδοτος
6. το αρσ. ως ουσ. ο αγύριστος
τόπος από όπου δεν επιστρέφει κανείς
7. φρ. «αγύριστο κεφάλι», ισχυρογνώμων, πεισματάρης, «αγύριστο ταξίδι», θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω.
ΠΑΡ. αγυριστιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγύριστος — η, ο 1. εκείνος από τον οποίο δεν πέρασε ή δεν μπορεί κανείς να περάσει: Από την Ελλάδα έχω αγύριστη την Κρήτη. 2. αυτός που δε θα επιστραφεί: Δανεικά κι αγύριστα. 3. εκείνος που δεν αλλάζει γνώμη, ο ισχυρογνώμονας: Αυτός είναι κεφάλι αγύριστο. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγυριστιά — η [αγύριστος] 1. η μη επάνοδος (στο σπίτι, στην πατρίδα κ.α.) 2. τόπος από τον οποίο δεν επιστρέφει κανείς, ο αγύριστος …   Dictionary of Greek

  • αδίαυλος — ἀδίαυλος, ον (Α) [δίαυλος] ο χωρίς δρόμο γυρισμού με ειδικότερη χρήση για τον Άδη, ο «αγύριστος» …   Dictionary of Greek

  • αμεταστρεφής — ἀμεταστρεφής, ές (Μ) [μεταστρέφω] (για τόπο) αυτός που δεν παρέχει δυνατότητα επιστροφής, ο χωρίς επιστροφή, αγύριστος …   Dictionary of Greek

  • ανανταπόδοτος — η, ο (Μ ἀνανταπόδοτος, ον) [ἀνταποδίδω] το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού νεοελλ. αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος …   Dictionary of Greek

  • ανεγύριγος — η, ο (κ. ανεγύριστος) [γυρίζω] 1. αγύριστος, χωρίς επιστροφή 2. φρ. «δρόμος ανεγύριγος» ο θάνατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”